- στεφανίας
- στεφᾰν-ίας, ου, ὁ,= στεφανηφόρος, Arg.E.Hipp.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεφανίας — στεφανίᾱς , στεφανίας masc acc pl στεφανίᾱς , στεφανίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανίας — Ορεινός οικισμός (23 κάτ., υψόμ. 960 μ.), στην επαρχία Καρδίτσας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (31 τ. χλμ., 85 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μεγαλύτεροι οικισμοί, η Ρωμιά (25 κάτ., υψόμ. 840 μ.), το Αετοχώρι… … Dictionary of Greek
ουράλιος — α, ο [Ουράλια] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ουράλια Όρη 2. φρ. α) «ουράλια βαθμίδα» ή, απλώς, «το ουράλιο» γεωλ. η νεώτερη υποδιαίρεση τού ανώτερου λιθανθρακοφόρου και τών θαλάσσιων πετρωμάτων του, η οποία είναι αντίστοιχη τής στεφάνιας… … Dictionary of Greek
Σούλι — I Ιστορική περιοχή της Ηπείρου, στο νομό Θεσπρωτίας, στις δυτικές πλαγιές των ομώνυμων βουνών. Τα βουνά αυτά είναι ορεινό συγκρότημα στο ανατολικό τμήμα του νομού Θεσπρωτίας. Περιλαμβάνει τα όρη Μούργκα (1340 μ.), Ζαβρούχο (1.137 μ.) και Τούρλια… … Dictionary of Greek
στεφανίου — στεφάνιον gratuity neut gen sg στεφανίας masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)